«Δύο Νομπελίστες και ένα νησί»

31 Ιουλίου 1930. Η επίσκεψη του Γιώργου Σεφέρη στη Σκιάθο
του αποκαλύπτει την ομορφιά, την απλότητα, την ηρεμία και
τη γαλήνη που αποπνέει το νησί και τα οποία μεταδίδονται
στην ψυχή του ποιητή με μοναδικά ανεπιτήδευτο τρόπο. Το
φυσικό τοπίο, τα λιόδεντρα, τα πεύκα, τα βουνά, οι λαγκαδιές,
τα μονοπάτια, τα ξωκλήσια, οι ακρογιαλιές και κυρίως η
θάλασσα αποτυπώνονται ανεξίτηλα στη μνήμη του ποιητή και
καταγράφονται παραστατικά και ζωντανά στο Ημερολόγιό
του, στις «Μέρες Α΄».

«Σήμερα τ’ απόγευμα βρέθηκα σε μια μικρή ακρογιαλιά. Μια
ίσια γραμμή ο ορίζοντας πέρα, μια βάρκα μικρή αραγμένη
και, μπροστά μου, τα βότσαλα σχηματισμένα από το κύμα,
καθένα με τη δική του φυσιογνωμία, σαν τους ανθρώπους.
Απέραντη γαλήνη…».
«Δύο Νομπελίστες και ένα νησί»

Εντυπωσιάζεται και σημειώνει τη λιτή επιγραφή στα «Πλατάνια», στη βρύση του Αι-Λια. 

«Εδώ είν’ ευτυχία,
εδώ είν’ η χαρά,
εις τα νερά τα κρύα,
στα χόρτα τα χλωρά».

 
Επίσης, συγκινείται και από το τραγούδι του αγωγιάτη.

«Είναι καρδιές που χαίρονται, είναι καρδιές που κλαίνε,
είναι καρδιές οπού πονούν και κανενός δε λένε».

«Μετά το βασίλεμα, ανεβήκαμε στο βουνό. Μονοπάτι κάτω απ’ τα λιόδεντρα. Στην κορφή το εκκλησάκι. Στο δρόμο, ένας τυφλός γέρος καθισμένος σ’ ένα πεζούλι, η μια παλάμη πάνω στην άλλη, άσπρα γένια, το άπλανο βλέμμα του. Παρακάτω, μια γριά φυλάγοντας πρόβατα με τα μαλλιά σαν ρόκα. Όταν φτάσαμε, σκύψαμε κατά την άλλη λαγκαδιά. Η μυρωδιά του πεύκου. Ηρεμία. Να ’ταν η ψυχή μου σαν τη θάλασσα, την ώρα εκείνη… Το βουνό απέναντι σκοτεινό, ένας μαύρος όγκος, και στη γραμμή της ράχης, μια σπιθαμή πιο ψηλά, ο Αποσπερίτης. Κοίταξα μέσα στην εκκλησιά από τη μισάνοιχτη πόρτα…Το κόκκινο φτωχό παραπέτασμα της ωραίας πύλης. Τα καντήλια έδιναν ένα ήπιο φως που αράδιαζε χρυσά κοχύλια. Μια ατμόσφαιρα χρυσή και μαύρη: χρυσή, πασπαλισμένη με ψιλή σκόνη λιβανιού. Κατεβήκαμε. Ένα μουλάρι, μια κόκκινη αγελάδα, έπειτα το γάβγισμα ενός σκύλου πάνω στο απέραντο κείμενο, τη θάλασσα…».

Εκείνο όμως που συγκλόνισε, συγκίνησε και «έδεσε» συναισθηματικά το Σεφέρη με τη Σκιάθο ήταν ένας άνθρωπος. Η γνωριμία μαζί του στάθηκε επίσης μια αποκάλυψη, ώστε να γράψει στο Ημερολόγιό του: «Ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες που γνώρισα στη ζωή μου είναι ο φτωχός γέρος, ο φίλος μου ο Σωτήρης, που έπαιζε βιολί, μας έλεγε παραμύθια και ήταν στα ογδόντα του χρόνια γεμάτος από τη δροσιά της αγάπης… Ένας τύπος της αρχοντιάς της φτώχειας ο Σωτήρης. Τέτοιους ανθρώπους δεν μπορώ να τους φανταστώ σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου: Σωτήρης Ν. Σταμέλος ή Τζαχείλας…».

Το ταξίδι λοιπόν του Σεφέρη στη Σκιάθο τον γοήτευσε καθώς το νησί και οι άνθρωποί του προσέφεραν στον ποιητή τα δώρα τους απλόχερα και με αγάπη… Και αφού πλέον έχει επιστρέψει στην Αθήνα, για να συνεχίσει την «ταχτοποιημένη και χωρίς πίστη και χωρίς πάθος» ζωή στο γραφείοαναπολεί νοσταλγικά:«Καμιά φορά συλλογίζομαι ώρες το νησί…».

1977.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, «ο ποιητής του Αιγαίου» τόσο πολύ εμπνεύστηκε από τη φυσική ομορφιά της Σκιάθου ώστε δημιούργησε μια εικαστική σύνθεση χαρτοκολλητικής (κολάζ) από τα χαρακτηριστικά τοπία του νησιού. O ποιητής ασχολήθηκε από νωρίς (1936) με τις «Συνεικόνες», όπως τις ονομάζει. Ο ίδιος εξηγεί, στο «Δωμάτιο με τις Εικόνες»: «Σκοπός  μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ' ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλους του σταυρού της γλώσσας…». 

Η μετουσίωση του λόγου του Ελύτη σε εικόνα είχε ως αποτέλεσμα την «Οπτασία». Σ’  αυτήν δεσπόζουν οι «σκληροί» ορεινοί όγκοι του νησιού, που  «αγκαλιάζουν» το «απαλό» απέραντο γαλάζιο της θάλασσας ενώ η ημιδιαφανής, αέρινη γυναικεία μορφή, ως «αναδυομένη», ατενίζει μακριά με ηρεμία και υπερηφάνεια. Περίοπτη θέση εξάλλου κατέχουν οι Κουκουναριές (παραλία, πευκόδασος, λίμνη Στροφιλιάς) και τα Λαλάρια. Επίσης, σε ένα άλλο κολάζ του Ελύτη, με τον τίτλο «Η Μυστική Φλόγα», διακρίνει κανείς ξεκάθαρα την ιδιαίτερη χερσονησίδα της Σκιάθου, το Μπούρτζι… «Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα, που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου», όπως λέει και ο  Κ. Καβάφης. 

Σύμφωνα με τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό, «ο Ελύτης συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών σχέσεων, αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου σχέση-συνάντηση του ανθρώπου με το ελληνικό φυσικό τοπίο. Μια συνάντηση πρωτοφανούς ομορφιάς αλλά συγχρόνως και δύσκολο, παράτολμο εγχείρημα», ίσως ακολουθώντας ποιητικά τα χνάρια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Υμνητής του Αιγαίου από τη μια και ο Υμνητής της Σκιάθου από την άλλη. «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» και ο κόσμος του κάνουν τον Ελύτη να συλλογιέται και να αναρωτιέται: «πώς αυτά τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές, έφτασαν ν’ αποκτήσουν τη σημασία ολόκληρης ηπείρου;». 

Αυτό που σαγηνεύει τον Ελύτη στο καταπράσινο αιγαιοπελαγίτικο νησί είναι τόσο το φυσικό περιβάλλον του όσο και οι άνθρωποί του, οι οποίοι «δένονται» μαζί του αρμονικά, με μια σχέση αλληλεξάρτησης αλλά και αντικαθρεφτίσματος. 

«Βουνά κι ακρογιάλια, κοιλάδες και πηγές, αμπέλια, δεντρώνες, περιβόλια, ως και μια λίμνη, χώρια τα μικρά και μεγάλα νησάκια που δορυφορούν τη μάνα, συνθέτουν ένα ποικιλόμορφο σύνολο, που φυσικό είναι ν’ αντανακλά πάνω στους ανθρώπους». Και πιο κάτω, «…ο πλούτος της χλώρης, ασυγκράτητος: βάτα, πολυτρίχια, σπαράγγια, βεργιά, ίτσια, μυρσίνες, αγριομαστίχες, αγριαμπελιές, αιγοκλήματα, χαμομήλια, μολοχάνθια, κιτρινούλια κι αστεράκια, καυκαλήθρες και παπαρούνες, χώρια τα δέντρα, οι αγριελιές, οι ροδιές, οι αμυγδαλιές, οι βαλανιδιές, οι καστανιές, ένας λαός βαθυπράσινος πλάι στο βαθυκύανο του πελάγους…».

Από την άλλη, οι άνθρωποι «μοιρασμένοι… στο πάλεμα της γης και της θάλασσας… δίνουν στη μικροσκοπική κοινωνία ένα εύρος ζωής δυσανάλογα μεγάλο και προσοδοφόρο, φτάνει να ξέρεις να εμβαθύνεις την παραμικρή πτυχή, την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, ώσπου να σου αποκαλύψει το νόημά της…».

Ελπιδοφόρα, αισιόδοξη και ζωογόνα η σύλληψη του ελληνικού τοπίου από τον Ελύτη. Το Αιγαίο «του» είναι γεμάτο φως, ανοικτό, χαρούμενο, όπου λειτουργεί το «θαύμα», όπου συμβαίνουν μαγικά πράγματα. Όταν μάλιστα ο ποιητής βρέθηκε στη γαλάζια σπηλιά της Σκιάθου, περιέγραψε στο «Μικρό Ναυτίλο» την εμπειρία του μοναδικά αισθησιακά: «Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα». 

Δικό σας το νησί  και οι επιλογές, να περιηγηθείτε και να συναντήσετε ανθρώπους σαν τον κύριο  Σωτήρη του Γ.  Σεφέρη και να εμπνευστείτε δημιουργικά και να συνθέσετε το δικός σας κολάζ-οπτασία σαν του Ο. Ελύτη…

Τζαβαλιάς Λεωνίδας (φιλόλογος – Δ/ντής Γενικού Λυκείου Σκιάθου), βασισμένο σε μια ιδέα του Θοδωρή Τζούμα, Δημάρχου Σκιάθου